φάντασμα

φάντασμα
Λέξη που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα φαίνομαι, γι’ αυτό και κατά τους αρχαίους χρόνους είχε την έννοια του οράματος ή της εικόνας. Στα νεότερα χρόνια σημαίνει την εμφάνιση νεκρών στους ζωντανούς, κατά τις λαϊκές δοξασίες. Σύμφωνα με αυτές, τα φαντάσματα μπορούν να εκδηλωθούν είτε αυθόρμητα και αυτόκλητα, είτε ύστερα από επίκληση εκ μέρους κατάλληλων ή κατά παράδοση ειδικευμένων ατόμων. Την ίδια διαίρεση χρησιμοποιεί και η μεταψυχική επιστήμη των εξωφυσικών φαινομένων. Στην πρώτη περίπτωση, η εμφάνιση φαντάσματος δεν αποκλείει συνήθως και δυναμικά και ακουστικά φαινόμενα (θορύβους, μετακινήσεις αντικειμένων κλπ.). Στη δεύτερη περιλαμβάνονται όλες οι εκδηλώσεις που διαπιστώνονται κατά τη διάρκεια πνευματιστικών συνεδριάσεων με τη βοήθεια μέντιουμ. Τα φαινόμενα αυτά ήταν φυσικό να βρουν μεγάλη απήχηση στη λαϊκή φαντασία, που έπλασε και σχετικές παραδόσεις. Στην έκδοση των ελληνικών Παραδόσεων από τον Ν.Γ. Πολίτη τα φ. αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία.
* * *
το, ΝΑ, και φάνταγμα Ν [φαντάζω, -ομαι]
1. υπερφυσικό, άυλο ον (α. «αντίκρυ από τα πλάσματα τού νοός τ' αληθινά / τού προβαίνουν δύο φαντάσματα», Σόλωμ.
β. «νυκτέρων φαντασμάτων ἔχουσι μορφάς», Αισχύλ.)
2. οπτασία, είδωλο, εμφάνιση προσώπου που έχει πεθάνει
3. φανταστική εικόνα, φανταστική παράσταση, είκασμα
νεοελλ.
1. (λαογρ.) ψυχή, πνεύμα, φάσμα νεκρού ανθρώπου, ιδίως θανατωμένου ή κολασμένου, που συχνάζει στον τόπο όπου έζησε ή όπου τόν έθαψαν, στοιχειό (α. «το φάντασμα τού βασιλιά Ληρ» β. «πύργος γεμάτος φαντάσματα»)
2. έπαρση, αλαζονεία
3. μτφ. άνθρωπος κάτισχνος ή πολύ άσχημος (α. «έγινε φάντασμα μετά από την εντατική δίαιτα που έκανε» β. «είναι σαν φάντασμα κι ας βάζει τόσες καλλυντικές κρέμες στο πρόσωπο»)
αρχ.
1. η αποτύπωση ενός πράγματος στον νου, ο σχηματισμός τής ιδέας τής εικόνας ενός πράγματος
2. όνειρο
3. στον πληθ. τὰ φαντάσματα
α) φαινόμενα («τὰ ἐν ἀέρι φαντάσματα», Αριστοτ.)
β) θαύματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φάντασμα — apparition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάντασμα — το, ατος 1. ό,τι υπάρχει μόνο στη φαντασία και όχι στην πραγματικότητα, άυλο και υπερφυσικό ον. 2. εμφάνιση πεθαμένου με ορατή ή αισθητή μορφή, είδωλο, στοιχειό, σκιά, σκιάχτρο: Το βράδυ στο δάσος βγαίνουν φαντάσματα. 3. μτφ., άνθρωπος πολύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάντασμ' — φάντασμα , φάντασμα apparition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασμάτων — φάντασμα apparition neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσμασι — φάντασμα apparition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσμασιν — φάντασμα apparition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσματα — φάντασμα apparition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσματι — φάντασμα apparition neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντάσματος — φάντασμα apparition neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”